- κατανάλωσε
- κατανά̱λωσε , καταναλίσκωuse upaor ind act 3rd sg (doric aeolic)κατανά̱λωσε , καταναλίσκωuse upaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek
Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… … Dictionary of Greek
Σαλμανασάρ — Όνομα βασιλιάδων της Ασσυρίας, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Ο A’. Γιος και διάδοχος του Αντάντ Νιραρί A’ (περ. 1273 περ. 1244 π.Χ.). Κατάκτησε τη Ν. Αρμενία, τη Β. Μεσοποταμία και τη Δ. Μικρά Ασία, και αφαίρεσε την Καρκεμίς από… … Dictionary of Greek
Τατί, Ζακ — (Jacques Tati, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του J. Tatischef, 1908 – 1982). Γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ηθοποιός του βαριετέ. Αθλητικός τύπος, γνώρισε τις πρώτες του επιτυχίες με κεφάτες παρωδίες των σπορ, που τις παρουσίαζε… … Dictionary of Greek
Χέοψ — Oνομάζεται και Χέοπας. Ο φαραώ Χέμμις, πρώτος της Δ’ αιγυπτιακής δυναστείας, που έζησε το 2800 π.Χ. και κατανάλωσε όλη τη δραστηριότητά του στα 23 χρόνια της βασιλείας του για την οικοδόμηση της μεγαλύτερης από τις 3 πυραμίδες της Γκίζας. Για τον … Dictionary of Greek